υποχρεωτικώς

υποχρεωτικώς

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "υποχρεωτικώς" в других словарях:

  • υποχρεωτικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που επιβάλλεται από υποχρέωση, από ανάγκη 2. περιποιητικός, εξυπηρετικός («ήταν πολύ υποχρεωτικός στην φιλοξενία του»). επίρρ... υποχρεωτικώς και υποχρεωτικά Ν αναγκαστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπόχρεως. Η λ. μαρτυρείται από το 1816… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»